Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῆς μνήμης

См. также в других словарях:

  • Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μουσείο Ιστορικής Μνήμης Ελευθερίου Βενιζέλου — Λειτουργεί από το 1975 στον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου στεγαζόταν η λέσχη του κόμματος των Φιλελευθέρων (Χρήστου Λαδά 2, Αθήνα). Στη συλλογή του περιλαμβάνονται φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και διάφορα άλλα είδη της εποχής του Ελευθέριου… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Αλτσχάιμερ, νόσος του- — (Alzheimer disease). Κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού κατά την οποία εκφυλίζονται νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο, προκαλώντας σταδιακή απώλεια μνήμης, σύγχυση και σωματική μεταβολή. Η ν.Α. ευθύνεται για το 55% όλων των περιστατικών άνοιας. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Κόρσακοφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Sergei Sergeievich Korsakov,Γκους Κρουστάλνι 1853 – Μόσχα 1900). Ρώσος νευροψυχίατρος, ιδρυτής της ψυχιατρικής σχολής της Μόσχας. Σπούδασε στη Μόσχα, αλλά και στη Βιέννη με τον Μέινερτ. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας… …   Dictionary of Greek

  • σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»